- σύββολον
- τὸ, Α(δ. τ.) βλ. σύμβολο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek